ξενέρωτος

ξενέρωτος
-η, -ο
1. αυτός που συνήλθε από το μεθύσι, ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος: Σπάνια ήταν ξενέρωτος.
2. (ειρωνικά), ο βαρετός, ο χωρίς ενδιαφέρον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενέρωτος — η, ο [ξενερώνω] 1. ξεμέθυστος, νηφάλιος 2. αυτός που έχει χάσει τα νερά του, που βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον 3. ανιαρός, πληκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”